Άρκτος, Μεγάλη

Άρκτος, Μεγάλη
(Αστρον.).Ο γνωστότερος αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, ο οποίος αποκαλείται και Μεγάλη Άμαξα. Απαρτίζεται περίπου από 150 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι. Η κυριότερη ομάδα διαγράφει το σχήμα μιας άμαξας με τιμόνι, με επτά αστέρες, από τους οποίους οι έξι είναι 2ου μεγέθους και ένας 3ου. Οι αστέρες αυτοί ονομάζονται: Δουμπχέ, ο λαμπρότερος, Μεράκ, Φεκδά, Μεγρέζ, Αλιόθ, Μιζάρ και Μπενετνάζ. Ο αστερισμός της Μ.Ά. παρουσιάζει δύο αξιόλογες λεπτομέρειες: προεκτείνοντας στα Β κατά πέντε φορές την ευθεία που ενώνει τους δύο τελευταίους αστέρες της άμαξας, προς το αντίθετο μέρος του τιμονιού, συναντάμε τον πολικό αστέρα, που ανήκει στη Μικρή Άρκτο· ο Μιζάρ είναι διπλός αστέρας του οποίου ο συνοδός Αλκόρ αναφέρεται ήδη από τους χρόνους του Πτολεμαίου (2ος αι. π.Χ.) ως αστέρας που χρησίμευε για να δοκιμάζεται η οξύτητα της όρασης του παρατηρητή, που, αν έχει καλή όραση, μπορεί να τον διακρίνει και χωρίς τη βοήθεια κάποιου οπτικού οργάνου. Οι αστερισμοί της Μεγάλης Άρκτου και της Μικρής Άρκτου. Ο λαμπρότερος αστέρας της Μικρής Άρκτου (στην άκρη της «ουράς») είναι ο πολικός αστέρας που δείχνει τον Βόρειο Πόλο του Ουρανού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — η 1. για το σαρκοφάγο θηλαστικό (βλ. λ. αρκούδα). 2. όνομα δύο αστερισμών οι οποίοι βρίσκονται στο βόρειο πόλο του ουρανού και που λέγονται ο μεγαλύτερος «Μεγάλη Άρκτος» (αλλιώς «Κάραβος» ή «Αλέτρι» ή « Αλετροπόδι», «Εφταπάρθενος χορός» κτλ.) και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • СОЗВЕЗДИЯ —    • Sidera, signa,           άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αλκόρ — Αστέρας της Μεγάλης Άρκτου. Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”